- σκωροφάγωμα
- τό1) повреждение молью; 2) место, изъеденное молью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκοροφάγωμα — και σκωροφάγωμα, το, Ν 1. η φθορά μάλλινου, κυρίως, υφάσματος από σκόρο 2. το σημείο τού υφάσματος που έχει φαγωθεί από σκόρο ή η έκταση τής φθοράς που έχει γίνει από το έντομο αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρος / σκώρος + φάγωμα] … Dictionary of Greek